- πελαγίζω
- ΝΜΑ [πέλαγος]πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.)μσν.-αρχ.(για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζωαρχ.1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη, σχηματίζω πέλαγος, υπερεκχειλίζω («ἐώθεε ὁ ποταμὸς ἀνὰ τὸ πεδίον πᾱν πελαγίζων», Ηρόδ.)2. (για τόπο) κατακλύζομαι από τα νερά, δίνω την εντύπωση πελάγους («ἐπεὰν πλήρης γένηται ὁ ποταμὸς καὶ τὰ πεδία πελαγίσῃ», Ηρόδ.)3. (για νησί) βρίσκομαι μακριά από την ακτή, στο ανοιχτό πέλαγος4. (ρητ.) μτφ. μιλώ με πολλά λόγια, μακρηγορώ, είμαι πολύλογος5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζονεύομαι, ψεύδομαι μεγάλως» και «τοὺς ὀδόντας συγκρούω».
Dictionary of Greek. 2013.